πλειοψηφώ

πλειοψηφώ
πλειοψήφησα, έχω ή παίρνω την πλειοψηφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλειοψηφώ — πλειοψηφώ, πλειοψήφησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πλειοψηφώ : έχει επικρατήσει αντί του παλιότερου πλειονοψηφώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • πλειονοψηφώ — έω, Ν βλ. πλειοψηφώ …   Dictionary of Greek

  • πλειονοψηφώ — βλ. πλειοψηφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”